- βόαυλος
- βό-αυλος, ὁ, ([etym.] βοῦς, αὐλή)A ox-stall, Thcoc.25.108:—also [suff] βό-αυλον, τό, A.R.3.1290.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βόαυλος — βόαυλος, ο και βόαυλον, το (Α) στάβλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βους (βοός) + αυλή] … Dictionary of Greek
βοαύλους — βόαυλος ox stall masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυλή — Χώρος αστέγαστος και περιτοιχισμένος μπροστά από σπίτι, ή πίσω ή και γύρω απο αυτό. Μεταφορικά λέγεται και το προσωπικό ενός ηγεμόνα. Η α. πρωτοεμφανίστηκε στα ανάκτορα των βασιλιάδων της ομηρικής Ελλάδας, της Αιγύπτου, της Ασσυρίας κλπ. Στα… … Dictionary of Greek
βους — ο (AM βοῡς, ο, Α και βοῡς, η) βόδι (ταύρος, αγελάδα ή μοσχάρι) (αρχ. μσν.) φρ. «βοῡς ἐπὶ γλώσσῃ βέβηκε», «βοῡς ἐπὶ γλώσσης ἐπιβαίνει», «βοῡν ἐπὶ τῆς γλώττης ἔχω» βουθαίνομαι, δεν αποκαλύπτω αυτά που γνωρίζω αρχ. βοῡς, η 1. δέρμα βοδιού, ασπίδα 2 … Dictionary of Greek
βοαύλοις — βόαυλον ox stall neut dat pl βόαυλος ox stall masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοαύλου — βόαυλον ox stall neut gen sg βόαυλος ox stall masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοαύλων — βόαυλον ox stall neut gen pl βόαυλος ox stall masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βόαυλον — ox stall neut nom/voc/acc sg βόαυλος ox stall masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)